Τι διαφορετικό είχε για παράδειγμα ο Michael Jordan ή ο Νίκος Γκάλης από τους υπόλοιπους αθλητές; Στο ερώτημα αυτό προσπαθούν να δώσουν απάντηση ερευνητές από διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών προκαλούν έκπληξη: Δείχνουν ότι το ταλέντο και το IQ δεν έχουν μεγάλη σχέση με το αν κάποιος καταφέρει να γίνει αθλητής, μουσικός ή ιατρός παγκοσμίου επιπέδου!
Αν και το ταλέντο καθώς και τα σωματικά προσόντα είναι απαραίτητα για την ενασχόληση με κάποιο άθλημα, από μόνα τους δεν μπορούν να οδηγήσουν στην κορυφή. Ταλέντο δεν σημαίνει απαραίτητα οξυδέρκεια και κίνητρο, ούτε φανερώνει τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να την επιτυχία.
Για να καταλάβουμε πως οι ερευνητές έφτασαν σε αυτό το συμπέρασμα ας αναλογιστούμε ποιο είναι το κύριο ερώτημα στο οποίο προσπαθούν να απαντήσουν:
Σε κάθε κλάδο οι περισσότεροι άνθρωποι μαθαίνουν νέες δεξιότητες γρήγορα, στη συνέχεια ο ρυθμός μάθησης πέφτει, ενώ μετά σταματάνε εντελώς να μαθαίνουν και να εξελίσσονται. Υπάρχουν όμως λίγοι οι οποίοι βελτιώνονται συνεχώς με τα χρόνια και τελικά γίνονται παγκοσμίου κλάσης.
Ένα πρώτο συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι κανένας δεν έγινε πραγματικά μεγάλος αθλητής χωρίς πολύ και σκληρή δουλειά. Η φυσική κλίση προς ένα αντικείμενο δεν εξασφαλίζει επιτυχία. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη γι αυτό, όποιο χώρο κι αν μελετήσει κανείς. Και οι πιο επιτυχημένοι άνθρωποι σε διάφορους τομείς (μουσικοί, αθλητές κ.α) χρειάζονται δέκα περίπου χρόνια σκληρής δουλειάς για να γίνουν παγκοσμίου κλάσεως. Το φαινόμενο αυτό είναι καλά θεμελιωμένο και οι ερευνητές το αποκαλούν “ο κανόνας των 10 χρόνων”.
Σκόπιμη προπόνηση
Γιατί όμως υπάρχουν άνθρωποι που ενώ προσπαθούν και δουλεύουν δεν τα καταφέρουν να φτάσουν σ’ ένα τόσο υψηλό επίπεδο;
Και πάλι η έρευνα αποκαλύπτει ότι οι κορυφαίοι σε κάθε χώρο αφιερώνουν τις περισσότερες ώρες στην αποκαλούμενη “σκόπιμη προπόνηση” (deliberate practice) ενώ έχουν πλάι τους έναν πολύ καλό προπονητή και μέντορα.
Σκόπιμη προπόνηση είναι η δραστηριότητα που στοχεύει αποκλειστικά στο να βελτιώσει την απόδοση, θέτει στόχους λίγο πάνω από αυτούς που το άτομο είναι ήδη ικανό να πετύχει, προσφέρει ανατροφοδότηση για τα αποτελέσματα και προϋποθέτει μεγάλο αριθμό επαναλήψεων.
Για παράδειγμα, το να πάει ένας παίκτης απλά στο γήπεδο και να σουτάρει 100 σουτ δεν αποτελεί σκόπιμη προπόνηση. Το να εκτελέσει 100 εύστοχα σουτ από συγκεκριμένες θέσεις, με συγκεκριμένη τεχνική, έχοντας 80% ευστοχία σε κάθε θέση, σημειώνοντας και κρατώντας ιστορικό για το αποτέλεσμα και συνειδητοποιώντας τα λάθη του σουτ, κάθε μέρα – αυτό αποτελεί σκόπιμη προπόνηση.
Η σκόπιμη προπόνηση αποσκοπεί στη βελτίωση των ήδη υπαρχόντων ικανοτήτων και στην επέκταση των δεξιοτήτων, πάνω σε άλλους τομείς στους οποίους το άτομο δεν είναι αρκετά ικανό.
Για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι απαιτείται μεγάλη συγκέντρωση και πνευματική προσπάθεια, γεγονός που περιορίζει την ώρα που μπορεί κάποιος να επιδοθεί σε σκόπιμη προπόνηση σε μερικές ώρες την ημέρα. Γι αυτό λοιπόν, η πολύ και σκληρή δουλειά από μόνη της δεν εξασφαλίζει την επιτυχία. Χρειάζεται και “έξυπνη” δουλειά.
Το συμπέρασμα λοιπόν από αυτές τις έρευνες, το οποίο εμφανίζεται συνεχώς και με τον πιο δραματικό τρόπο, είναι ότι οι μεγάλοι παίκτες δεν γεννιούνται, αλλά γίνονται. Χρειάζεται ισχυρή θέληση και υπομονή, θυσίες, αφοσίωση στο στόχο αλλά και επίπονη πολλές φορές αυτοκριτική.
Και για όσους επικαλούνται την τύχη σαν παράγοντα επιτυχίας, η απάντηση δίνεται από έναν εύστοχο ορισμό του τι ακριβώς είναι τύχη: “Τύχη είναι όταν η σκληρή δουλειά συναντά την ευκαιρία”. Χωρίς συνεχή προσπάθεια, οι ευκαιρίες περνάνε ανεκμετάλλευτες.
Πηγές: Harvard Business Review