Πώς ξεκίνησες το ποδόσφαιρο;
Ξεκίνησα, ουσιαστικά, στα τέσσερά μου χρόνια να παίζω, αν και απ’ ότι ξέρω ήθελα νωρίτερα, μου άρεσε από πολύ μικρός. Όταν λοιπόν έγινα τεσσάρων ετών ξεκίνησα στην ακαδημία “Bebides 2000”.
Στην αρχή δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, απ’ όσο θυμάμαι. Είχα ωστόσο την τύχη να βρεθώ σε μία εξαιρετική ακαδημία και οι προπονητές μου και ειδικότερα ο κύριος Κερμανίδης με βοήθησαν πολύ. Όχι μόνο στο να εξελιχθώ ως παίκτης, αλλά και ως χαρακτήρας. Εκεί έμεινα έως τα 15 χρόνια. Ουσιαστικά πέρασα απ’ όλα τα τμήματα της ακαδημίας, αποφοίτησα θα έλεγα. Παράλληλα έκανα και ατομική προπόνηση με τον Γιώργο Χρυσάφη στο Καυτατζόγλειο.
Το ενδιαφέρον από την Ιταλία πώς προέκυψε;
Είχα προτάσεις και από άλλες ομάδες της Θεσσαλονίκης, όπως ο ΠΑΟΚ και ο Άρης, ωστόσο εκείνη την εποχή με παρακολουθούσε ένα σκάουτερ, freelancer, ο οποίος μου πρότεινε την επιλογή της Ιταλίας. Μου μίλησε για μία ομάδα (Κιέβο Βερόνα) που έψαχνε παίκτη στη θέση μου και θεώρησα ότι θα ήταν καλύτερο για την εξέλιξή μου να πάω στην Ιταλία.
Πώς ήταν στην Κιέβο Βερόνα;
Το ιταλικό ποδόσφαιρο για εμένα αποτελεί ένα όνειρο απ’ όταν ήμουν μικρός. Είμαι φανατικός οπαδός της Γιουβέντους και ήθελα να μετρήσω τις δυνάμεις μου και να διαπιστώσω μόνος μου πώς είναι να δουλεύεις στο υψηλότερο επίπεδο. Για να πω την αλήθεια ο πρώτος χρόνος ήταν τρομακτικός. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα, αρχικά υπέγραψα εξάμηνο συμβόλαιο. Άφησα το σπίτι μου και η οικογένειά μου και οι φίλοι μου μου έλειπαν αρκετά. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από το σπίτι μου για τόσο καιρό και η αλλαγή δεν ήταν και τόσο εύκολη. Άλλωστε άφησα πίσω τη ζωή μου. Ήθελα όμως να τα καταφέρω. Στην Κιέβο πήρα πολλά, αν και στην αρχή ήταν δύσκολα. Είχα αγωνιστεί μόνο στους Bebides μέχρι τότε, όπου ήξερα όλους τους προπονητές, τους παίκτες, τις εγκαταστάσεις, ένιωθα ότι όταν πήγαινα για προπόνηση ήμουν σπίτι μου. Αυτό σταμάτησε μόλις πήγα στην Ιταλία, έπρεπε να εγκλιματιστώ σ’ ένα νέο περιβάλλον. Έκατσα δύο χρόνια και έπαιξα στην ομάδα U17, φτάνοντας για ένα εξάμηνο στην U20. Παίζαμε στον ίδιο όμιλο με Ίντερ και Μίλαν, ήμασταν στον πιο δυνατό όμιλο. Ήταν τρομακτικό στην αρχή γιατί έπαιζα με ομάδες που έβλεπα στην τηλεόραση όταν ήμουν στην Ελλάδα, αλλά ήταν και πρόκληση το ότι μπορούσα να σταθώ με αξιώσεις στο παιχνίδι.
Πώς είναι τα πράγματα στη νέα σου ομάδα, την Πάντοβα;
Εδώ είναι διαφορετικά τα πράγματα, αλλά παίζω με την U20 και προπονούμαι με την πρώτη ομάδα. Πρόκειται για παιχνίδι δύναμης, αφού πολλοί από τους συμπαίκτες μου είναι επαγγελματίες παίκτης με θητεία στην πρώτη και στη δεύτερη κατηγορία. Ωστόσο αυτή η πρόκληση μου κάνει καλό, έτσι χτίζεις τον χαρακτήρα σου ως παίκτης και ως άνθρωπος.
Τι διαφορές εντοπίζεις στην Ιταλία με την Ελλάδα;
Από τη μέχρι τώρα εμπειρία μου έμαθα ότι στο εξωτερικό οι ομάδες ζητούν σε μικρές ηλικίες από τους παίκτες να μάθουν να παίζουν ποδόσφαιρο κι όχι να κερδίζουν. Θέλουν να το σεβόμαστε το άθλημα, να το χαιρόμαστε κι όχι μόνο να κερδίζουμε όπως συμβαίνει στην Ελλάδα. Και αυτό που λένε είναι ότι δεν θα γίνουν όλοι ποδοσφαιριστές, αλλά αν μάθουν όλοι σωστά το ποδόσφαιρο, τότε θα γίνουν σωστοί προπονητές, σωστοί γυμναστές και πάνω απ’ όλα σωστοί φίλαθλοι.
Ποιος σε βοήθησε περισσότερο μέχρι σήμερα;
Αναμφίβολα οι γονείς μου. Τους ευχαριστώ με άφησαν να φύγω, δεν ήταν εύκολο, ενώ μέχρι σήμερα στέκονται στο πλευρό μου. Το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας μου είναι δικό τους. Να φανταστείτε ότι ο πατέρας μου δεν ασχολήθηκε ποτέ με ποδόσφαιρο, πριν ασχοληθώ εγώ, ωστόσο τώρα ξέρει τα πάντα, επειδή παίζω εγώ. Και παρότι ήμουν καλός μαθητής στο σχολείο, με άφησε να κάνω αυτό που ήθελα και δω μόνος μου που μπορώ να φτάσω.
Σε ποια στοιχεία δίνουν βάση οι Ιταλοί;
Το ποδόσφαιρο είναι παρόμοιο και στις 3 επαγγελματικές κατηγορίες. Κυριαρχούν η δύναμη και η τακτική. Δεν υπάρχει κάτι απλό, είναι το παν η τακτική. Έχω συναντήσει πράγματα που δεν είχα δει. Υπάρχει τρομερή επανάληψη στην προπόνηση για την τακτική, δίνουν πολύ σημασία και θέλουν να μάθεις να παίζεις σωστά ποδόσφαιρο. Επίσης είναι και αυστηροί όσον αφορά σε ό,τι έχει να κάνει με την προπόνηση και τη συγκέντρωσή μας. Μας παίρνουν τα κινητά πριν τα παιχνίδια, είναι σκληροί όταν δουλεύουμε στο γήπεδο και θέλουν το 100% είτε είσαι στην προπόνηση είτε αγωνίζεσαι σ’ ένα ματς. Εδώ πρέπει να δουλεύεις και ατομικά πάρα πολύ, να διατηρήσει σε καλή κατάσταση.
Έχεις επαφές με κανένα Έλληνα της Ιταλίας;
Ναι, εννοείται, ειδικά με τον Βαγέλλη Μόρα. Μιλάμε καμιά φορά στο τηλέφωνο ή με μηνύματα. Με βοηθάει σε όλους τους τομείς, μου έχει πει να τον παίρνω τηλέφωνο αν έχω κάποιο πρόβλημα ή όταν δεν είμαι καλά και είναι πολύ καλός απέναντί μου. Όταν γνωριστήκαμε μου είπε κάτι που το ακολουθώ μέχρι σήμερα, ότι “στο ποδόσφαιρο όλα πληρώνονται”. Έτσι προσπαθώ συνεχώς για το καλύτερο.
Πώς είναι η καθημερινή σου μέρα;
Ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο, οπότε δίνω σ’ αυτό ιδιαίτερη σημασία. Σηκώνομαι το πρωί και πηγαίνω σε ιταλικό σχολείο, εδώ τελειώνουν το σχολείο στα 19 κι όχι στα 18. Αυτό με βοήθησε να μάθω τη γλώσσα εύκολα. Στη συνέχεια τρώω με την ομάδα, το απόγευμα ακολουθεί η προπόνηση και μετά την προπόνηση πηγαίνω στο γυμναστήριο για να προπονηθώ ατομικά, δύο φορές την εβδομάδα. Το βράδυ μένει λίγος χρόνος στον οποίο μπορεί να πάω για ψώνια, να κάνω μια βόλτα στο κέντρο της πόλης ή να μιλήσω με τους γονείς και τους φίλους μου στο skype.
Την ομάδα σου τη Γιουβέντους την έχεις δει στο γήπεδο;
Ναι, φυσικά. Πέρυσι είδα τον προημιτελικό με την Ντόρτμουντ. Το δώρο μου από αυτή την εμπειρία ήταν ότι πήρα τη φανέλα του Μπονούτσι με την υπογραφή του. Είναι ο παίκτης στον οποίο θέλω να μοιάσω περισσότερο από κάθε άλλον και τον παρακολουθώ.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο όπλο ενός αθλητή μέσα από την εμπειρία σου;